-
1 παρακινέω
A move aside, disturb, τι Pl.R. 591e (unless intr., v. infr. 11.2): abs., raise troubles, enter into conspiracies, D.15.12, Luc.Rh. Pr.5 ; τὸ -κινοῦν μέρος the revolutionary element, D.H.7.55.2 excite violently, madden, Thphr.HP9.19.1 :—[voice] Pass., to be distracted, Arg.S.Aj. ; εἴς τι to be violently excited or incited to.., Luc.Hist. Conscr.1 ;ὑπόθερμος καὶ παρακεκινημένος Id.Cal.5
; later, simply, urge, c. inf., Mantiss.Prov.2.46.3 metaph., stir up, i.e. raise a question aboui,τὸν Ἀριστοτέλη Plu.2.656c
.II intr., to be disturbed, become turbid, Thphr.CP6.7.6.3 to be highly excited or impassioned,ἐπὶ τοῖς ὡραίοις X.Mem.4.2.35
; πρὸς τὰς ἡδονάς Theopomp. Hist. 111 ; μηδὲν παρακινέειν feel no sexual impulse, Hp.Aër.22 ; of political unrest, to be in a state of ferment,π. τὰ τάγματα Plu.Galb. 13
; to be out of one's senses,παρακεκινηκὼς ὑφ' ἡλικίας Com.Adesp. 885
; νουθετεῖται.. ὡς παρακινῶν as out of his senses, Pl.Phdr. 249d ;τῇ διανοίᾳ παρακεκινηκώς D.S.24.3
, cf. 10.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακινέω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… … Dictionary of Greek
Γκιγιόμ ντ’ Οβέρν — (Guillaume d’ Auvergne, Οριάγκ, Οβέρνη περ. 1180 – Παρίσι 1249). Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος. Από το 1228 υπήρξε επίσκοπος του Παρισιού. Μαζί με τον Γκιγιόμ ντ’ Οζέρ και τον Φίλιππο τον Καγκελάριο ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές στο Παρίσι … Dictionary of Greek